- επιχαρής
- ἐπιχαρής, -ές (Α)1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τόν χαροποιούν; Αισχύλ.)2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικός («πόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < *χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].
Dictionary of Greek. 2013.